- ἀλληλοκτονέουσιν
- ἀλληλοκτονέωsiay each otherpres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic)ἀλληλοκτονέωsiay each otherpres ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλληλοκτονώ — ἀλληλοκτονῶ ( έω) (Α) [ἀλληλοκτόνος] αλληλοφονεύομαι, αλληλοσκοτώνομαι (ωστόσο τον τύπο άλληλοκτονέουσιν μερικοί διορθώνουν σε ἀλληλοκτονεύουσιν) … Dictionary of Greek